Η κούκλα είναι στο μπάνιο και ρίχνει τις τελευταίες πινελιές στο μακιγιάζ της. Είναι πανευτυχής – πρώτο ραντεβού με τον κύριο ΤΕΛΕΙΟ – θα σκάσουν όλες οι «φίλες» της, πλούσιος όμορφος κλπ. Ικανοποιημένη με την εικόνα της στον καθρέφτη, ακούει το κουδούνι της εξώπορτας και τρέχει ν’ ανοίξει. Την ώρα που το χέρι της πηγαίνει στο πόμολο, της έρχεται ΝΑ ΚΛΑΣΕΙ! Πάει να πεί «ένα λεπτό» αλλά είναι αργά, το χέρι σχεδόν μηχανικά έχει στρέψει το πόμολο και η πόρτα ανοίγει. Σφίγγεται απελπισμένα καθώς στο άνοιγμα της πόρτας είναι εκείνος! Της χαμογελάει, την φιλάει απαλά στο μάγουλο, «έτοιμη;» ρωτάει. Αυτή νεύει καταφατικά, φοβάται ότι κάποια στιγμή θα γίνει η καταστροφή, το καταλαβαίνει ότι θα είναι μια ιδιαίτερα βροντώδης κλανιά, και σκέφτεται, σκέφτεται πως θα απαλλαγεί έστω για λίγο από την παρουσία του. Στο ασανσέρ κοντεύει να λιγοθυμίσει από την αγωνία, και μεταξύ 2ου και 1ου ορόφου της έρχεται «φλας» η λύση.
Μόλις της ανοίξει την πόρτα του Καγιέν και μπεί μέσα θα κλάσει, κι ώσπου να κάνει αυτός το γύρο του αυτοκινήτου για να μπεί, αυτή θα έχει ανοίξει το παράθυρο θα κουνήσει τη φουστα της κάνοντας αέρα, θα γίνει κι ένα ρευματάκι όταν ανοίξει κι αυτός την πόρτα του, ναι, ναι έτσι θα γίνει… και έτσι γίνεται. Η κλανιά είναι όντως βροντώδης και απαισίως δύσοσμη. Αυτή αφού κάνει αστραπιαία ότι είχε σχεδιάσει, προσεύχεται να διαλυθεί έγκαιρα η μυρωδιά.
Αυτός μπαίνει στο αυτοκίνητο, της χαμογελάει, της χαϊδεύει τα μαλλιά και δείχνοντας το πίσω κάθισμα της λέει: «Αγάπη, να σου συστήσω τον Αλέξη και την Βίκυ»